κεραοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]) = [[κεροῦχος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κεραοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]) = [[κεροῦχος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραοῦχος:''' украшенный рогами ([[βωμός]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰοῦχος Medium diacritics: κεραοῦχος Low diacritics: κεραούχος Capitals: ΚΕΡΑΟΥΧΟΣ
Transliteration A: keraoûchos Transliteration B: keraouchos Transliteration C: keraoychos Beta Code: keraou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A = κεροῦχος 1, AP6.10 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1421] = κεροῦχος, Hörner habend, gehörnt, βωμός Antp. Sid. 12 (VI, 10).

Greek (Liddell-Scott)

κεραοῦχος: -ον, (ἔχω) = κεροῦχος, Ἀνθ. Π. 6. 10.

Greek Monolingual

κεραοῡχος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -oῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

κεραοῦχος: -ον (ἔχω) = κεροῦχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραοῦχος: украшенный рогами (βωμός Anth.).