ἐποπίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποπίζομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κοιτάζω]], αντικρίζω με [[δέος]], [[σέβομαι]], φέρομαι με σεβασμό, [[φοβάμαι]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
|lsmtext='''ἐποπίζομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κοιτάζω]], αντικρίζω με [[δέος]], [[σέβομαι]], φέρομαι με σεβασμό, [[φοβάμαι]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποπίζομαι:''' со страхом взирать, страшиться: Διὸς ἐττοπίζεο μῆνιν Hom. побойся гнева Зевса.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπίζομαι Medium diacritics: ἐποπίζομαι Low diacritics: εποπίζομαι Capitals: ΕΠΟΠΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epopízomai Transliteration B: epopizomai Transliteration C: epopizomai Beta Code: e)popi/zomai

English (LSJ)

only pres. and impf.,

   A regard with awe, reverence, Διὸς δ' ἐποπίζεο μῆνιν Od.5.146, cf. h.Ven.290, Thgn.1297.

German (Pape)

[Seite 1008] scheuen, fürchten, Διὸς δ' ἐποπίζεο μῆνιν Od. 5, 146; H. Ven. 291.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπίζομαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., αἰδοῦμαι, φοβοῦμαι, Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν Ὀδ. Ε. 146· θεῶν δ’ ἐποπίζεο μῆνιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291, Θέογν. 1297· ― τὸ ἐνεργ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 67 Ἕρμ.

French (Bailly abrégé)

révérer, craindre.
Étymologie: ἐπί, ὀπίζω.

English (Autenrieth)

(ὄπις): stand in awe of, reverence, Od. 5.146†.

Greek Monolingual

ἐποπίζομαι (Α)
λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)].

Greek Monotonic

ἐποπίζομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κοιτάζω, αντικρίζω με δέος, σέβομαι, φέρομαι με σεβασμό, φοβάμαι, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπίζομαι: со страхом взирать, страшиться: Διὸς ἐττοπίζεο μῆνιν Hom. побойся гнева Зевса.