προπορεία: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[προπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> το να προχωρεί [[κανείς]] [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[εμπροσθοφυλακή]] στρατεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να προηγείται [[κάτι]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]], το να συντελείται [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική [[κίνηση]] ή [[προσπάθεια]], πρωτοπορία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προπορεία]] ημιτονοειδούς μεγέθους»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η θετική [[διαφορά]] φάσης [[μεταξύ]] δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως [[είναι]] η [[τάση]] και η [[ένταση]] του εναλλασσόμενου ρεύματος<br />β) «[[προπορεία]] του ατμοσύρτη»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου. | |mltxt=η, ΝΑ [[προπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> το να προχωρεί [[κανείς]] [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[εμπροσθοφυλακή]] στρατεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να προηγείται [[κάτι]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]], το να συντελείται [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική [[κίνηση]] ή [[προσπάθεια]], πρωτοπορία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προπορεία]] ημιτονοειδούς μεγέθους»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η θετική [[διαφορά]] φάσης [[μεταξύ]] δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως [[είναι]] η [[τάση]] και η [[ένταση]] του εναλλασσόμενου ρεύματος<br />β) «[[προπορεία]] του ατμοσύρτη»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπορεία:''' ἡ передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A those who go in front, advanced guard, Plb.9.5.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
προπορεία: ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προπορεύομαι
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία του ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.
Russian (Dvoretsky)
προπορεία: ἡ передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).