ἐπαράσσω: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κτυπώ]], [[κρούω]], <i>θύραν</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κτυπώ]], [[κρούω]], <i>θύραν</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰράσσω:''' атт. [[ἐπαράττω]] с силой ударять, захлопывать (τὴν θύραν Plat., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐπαράττω,
A dash or clap to, τὴν θύραν Pl.Prt.314d, cf. Plu.Art.29; τὸν πῆχυν τῷ αὐχένι ὥσπερ μοχλόν Hld.10.31; ναρθήκια κατὰ τῶν ἰσχνῶν μορίων ἐ. strike rods against the thin parts, Gal.10.998.
German (Pape)
[Seite 904] darauf-, zuwerfen, ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν ἐπήραξε Plat. Prot. 314 d; Plut. Artax. 29; – intr., darauf losstürmen, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰράσσω: Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, κρούω, τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιπίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήραξα;
pousser violemment.
Étymologie: ἐπί, ἀράσσω.
English (Slater)
ἐπαράσσω
1 dash, break τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v. l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. against his own ribs) fr. 111. 4.
Greek Monolingual
ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)
1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.)
2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»].
Greek Monotonic
ἐπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κτυπώ, κρούω, θύραν, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰράσσω: атт. ἐπαράττω с силой ударять, захлопывать (τὴν θύραν Plat., Plut.).