χαλκηδών: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκηδών:''' -όνος, ἡ, [[πολύτιμος]] [[λίθος]], σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''χαλκηδών:''' -όνος, ἡ, [[πολύτιμος]] [[λίθος]], σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκηδών:''' όνος ὁ халкедон или халцедон (драгоценный камень) NT.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκηδών Medium diacritics: χαλκηδών Low diacritics: χαλκηδών Capitals: ΧΑΛΚΗΔΩΝ
Transliteration A: chalkēdṓn Transliteration B: chalkēdōn Transliteration C: chalkidon Beta Code: xalkhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A chalcedony, Apoc.21.19.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκηδών: -όνος, ἡ, πολύτιμός τις λίθος, ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδὼν (ἔνθα διάφ. γραφ. χαλκεδών, χαλκιδών, καρχηδών), Ἀποκάλ. κα΄, 19.

English (Strong)

from χαλκός and perhaps εἶδος; copper-like, i.e. "chalcedony": chalcedony.

English (Thayer)

χαλκηδονος, ὁ, chalcedony, a precious stone de scribed by Pliny, h. n. 31,5 (18), 72 (see B. D. (especially the American edition), under the word): Revelation 21:19.

Greek Monotonic

χαλκηδών: -όνος, ἡ, πολύτιμος λίθος, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

χαλκηδών: όνος ὁ халкедон или халцедон (драгоценный камень) NT.