προκατακρίνω: Difference between revisions
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(34) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ τών προτέρων, από [[πρόληψη]] ως [[κακό]]<br /><b>2.</b> [[κατακρίνω]] [[κάτι]] σε [[σύγκριση]] με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=Α [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ τών προτέρων, από [[πρόληψη]] ως [[κακό]]<br /><b>2.</b> [[κατακρίνω]] [[κάτι]] σε [[σύγκριση]] με [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκατακρίνω:''' (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A form a prejudgement of, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 728] wider Einen urtheilen, von Jem. etwas Böses denken, erwarten, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα, Plut. Consol. ad Apollon. p. 344.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακρίνω: [ῑ], κατακρίνω ἐκ τῶν προτέρων, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Πλούτ. 2. 112C.
French (Bailly abrégé)
condamner d’avance, porter d’avance un jugement défavorable sur ou contre, acc..
Étymologie: πρό, κατακρίνω.
Par. προκαταγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α κατακρίνω
1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό
2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο.
Russian (Dvoretsky)
προκατακρίνω: (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).