κυματίας: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῡματίας:''' Ιων. -ίης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[κῦμα]]),<br /><b class="num">1.</b> κυμαινόμενος, [[γεμάτος]] κύματα, <i>κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, [[ανεμικός]], [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]], στον ίδ. | |lsmtext='''κῡματίας:''' Ιων. -ίης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[κῦμα]]),<br /><b class="num">1.</b> κυμαινόμενος, [[γεμάτος]] κύματα, <i>κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, [[ανεμικός]], [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῡμᾰτίᾱς:''' ион. [[κυματίης|κῡμᾰτίης]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> волнующийся, взволнованный ([[ποταμός]] Her.; [[πόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> вздымающий волны, бурный ([[ἄνεμος]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ,
A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11. 2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.
German (Pape)
[Seite 1530] ion. κυματίης, ὁ, 1) dasselbe; πόρον κυματίαν ὁρίζει Aesch. Suppl. 541; κυμ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Her. 2, 111; bei Sp. auch übertr., unstät, unruhig, Liban. – 2) Wellen erregend, ἄνεμος μέγας καὶ κυματίης Her. 8, 118.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, πλήρης κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· πόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ἄνεμος Ἡρόδ. 8. 118.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 houleux, agité;
2 qui soulève les vagues.
Étymologie: κῦμα.
Greek Monolingual
κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α)
1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος
2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματ-ίας, εγκληματ-ίας)].
Greek Monotonic
κῡματίας: Ιων. -ίης, -ου, ὁ (κῦμα),
1. κυμαινόμενος, γεμάτος κύματα, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο, σε Ηρόδ.
2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, ανεμικός, θυελλώδης, ἄνεμος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτίᾱς: ион. κῡμᾰτίης, ου adj. m
1) волнующийся, взволнованный (ποταμός Her.; πόρος Aesch.);
2) вздымающий волны, бурный (ἄνεμος Her.).