ἠλάκατα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠλάκᾰτα:''' τά, μόνο στον πληθ., το [[μαλλί]] της «ρόκας», το [[μαλλί]] γύρω από την [[ηλακάτη]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἠλάκᾰτα:''' τά, μόνο στον πληθ., το [[μαλλί]] της «ρόκας», το [[μαλλί]] γύρω από την [[ηλακάτη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλάκᾰτα:''' (λᾰ) τά шерсть на прялке: ἠ. στρωφᾶν и στροφαλίζειν Hom. прясть шерсть.
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλάκᾰτα Medium diacritics: ἠλάκατα Low diacritics: ηλάκατα Capitals: ΗΛΑΚΑΤΑ
Transliteration A: ēlákata Transliteration B: ēlakata Transliteration C: ilakata Beta Code: h)la/kata

English (LSJ)

[ᾰκ], ων, τά, only in pl.,

   A wool on the distaff, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.

German (Pape)

[Seite 1159] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, ἠλάκατα στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάκᾰτα: -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, ἠλάκατα στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fils qu’on tire de la quenouille.
Étymologie: ἠλακάτη.

English (Autenrieth)

pl.: wool, or woollen thread on the distaff; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘ply the distaff,’ Od. 18.315. (Od.) (See the first of the cuts below.)

Greek Monolingual

ἠλάκατα, τὰ (Α) ηλακάτη
(μόνο στον πληθ.)
1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα
2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη.

Greek Monotonic

ἠλάκᾰτα: τά, μόνο στον πληθ., το μαλλί της «ρόκας», το μαλλί γύρω από την ηλακάτη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλάκᾰτα: (λᾰ) τά шерсть на прялке: ἠ. στρωφᾶν и στροφαλίζειν Hom. прясть шерсть.