ὀξύχολος: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύχολος:''' -ον, [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]], σε Σόλωνα, Σοφ. | |lsmtext='''ὀξύχολος:''' -ον, [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]], σε Σόλωνα, Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύχολος:''' (ῠ) пылкий, горячий или вспыльчивый Soph., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A quick to anger, Sol.13.26, S.Ant.955 (v.l. for ὀξυχόλως), AP9.127 ; τὸ ὀ. Luc.Fug.19.
German (Pape)
[Seite 355] scharfgallig, jähzornig; Luc. D. D. 24, 2; Ep. ad. 404 (IX, 127) u. sonst. – Adv., Soph. ζεύχθη δ' ὀξυχόλως παῖς ὁ Δρύαντος, Ant. 945.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύχολος: -ον, ταχὺς εἰς ὀργήν, Σόλων 12. 26, Σοφ. Ἀντ. 955 (κατὰ Scaliger ἀντὶ ὀξυχόλως), Ἀνθ. Π. 9. 127· - τὸ ὀξύχολον = ὀξυχολία, Λουκ. Δραπέτ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irascible (propr. qui a la bile prompte) ; τὸ ὀξύχολον, l’irascibilité.
Étymologie: ὀξύς, χολή.
Greek Monolingual
ὀξύχολος, -ον (Α)
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον
η οξυθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χόλος (πρβλ. πικρό-χολος)].
Greek Monotonic
ὀξύχολος: -ον, ευέξαπτος, ευερέθιστος, σε Σόλωνα, Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύχολος: (ῠ) пылкий, горячий или вспыльчивый Soph., Anth.