φλίβω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλίβω:''' [ῑ], [[διαλεκτικός]] [[τύπος]] του [[θλίβω]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''φλίβω:''' [ῑ], [[διαλεκτικός]] [[τύπος]] του [[θλίβω]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλίβω:''' (ῑ) жать, давить (τινά Theocr.): φλιῇσι παραστὰς φλίψεται (v. l. θλίψεται) ὤμους Hom. стоя у дверных косяков, он (т. е. нищий) натрет себе спину. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A = θλίβω, Act., only impf. in Hsch.:—Med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους Od.17.221 (θλίψεται codd. plurimi):—Pass., Hp.Loc.Hom.13, Theoc.15.76.
German (Pape)
[Seite 1292] äol. u. ion. = θλίβω, Theocr. 15, 76; bei Hom. Od. 17, 221 ist jetzt θλίψεται hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
φλίβω: [ῑ], διαλεκτικὸς τύπος τοῦ θλίβω, Θεόκρ. 15. 76, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ρ. 221 (ἔνθα νῦν φέρεται θλίβεται), πρβλ. Foës. Oec. Hipp.
French (Bailly abrégé)
f. Moy. 3ᵉ sg. φλίψεται;
éol. et ion. c. θλίβω.
Greek Monolingual
Α
(αιολ. τ.) θλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. θλίβω (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα με βεβαιότητα καθορισμένη, αφού και μια μορφή ρίζας bhlīĝ- «χτυπώ, τινάζω», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (βλ. και λ. φλῶ)].
Greek Monotonic
φλίβω: [ῑ], διαλεκτικός τύπος του θλίβω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
φλίβω: (ῑ) жать, давить (τινά Theocr.): φλιῇσι παραστὰς φλίψεται (v. l. θλίψεται) ὤμους Hom. стоя у дверных косяков, он (т. е. нищий) натрет себе спину.