ἀγχέμαχος: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχέμᾰχος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από κοντά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα</i>, όπλα [[κατάλληλα]] για [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀγχέμᾰχος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από κοντά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα</i>, όπλα [[κατάλληλα]] για [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχέμᾰχος:''' <b class="num">1)</b> ведущий ближний бой, сражающийся врукопашную (ἕταροι, θεράποντες Hom.; οἱ [[Ἄβαντες]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> предназначенный для ближнего или рукопашного боя ([[ὅπλα]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fighting hand to hand, Il.13.5, Hes.Sc.25; τὰ ἀ. ὅπλα καλούμενα X.Cyr.1.2.13, cf. Arr.Ind.24.4; τεύχεσιν ἀ. APl.4.173 (Jul. Aegypt.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui combat de près, brave;
2 qui sert à combattre de près.
Étymologie: ἄγχι, μάχομαι.
English (Autenrieth)
(ἄγχι, μάχομαι): fighting hand to hand (cominus).
Spanish (DGE)
(ἀγχέμᾰχος) -ον
I 1que lucha cuerpo a cuerpo, de cerca ἕταροι Il.16.248, cf. 13.5, Λοκροί Hes.Sc.25, πολιάται Simon.FGE 732, Q.S.11.279, οἱ ἀγχέμαχοι Philostr.Im.2.17.10.
2 de armas que sirve para luchar cuerpo a cuerpo θώρακα ... καὶ γέρρον ... μάχαιραν ἢ κοπίδα X.Cyr.1.2.13, δόρατα Q.S.6.363, cf. AP 16.173 (Iul.Epigr.)
•no arrojadizo Hsch.
II que pelea cerca, que es compañero de combate Nonn.D.18.368, 34.269.
III adv. -ως en el cuerpo a cuerpo D.C.Epit.9.20.6.
Greek Monotonic
ἀγχέμᾰχος: -ον (ἄγχι, μάχομαι), αυτός που μάχεται από κοντά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα, όπλα κατάλληλα για μάχη σώμα με σώμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχέμᾰχος: 1) ведущий ближний бой, сражающийся врукопашную (ἕταροι, θεράποντες Hom.; οἱ Ἄβαντες Plut.);
2) предназначенный для ближнего или рукопашного боя (ὅπλα Xen.).