αὐτομολία: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτομολία:''' ἡ, [[λιποταξία]], σε Θουκ. | |lsmtext='''αὐτομολία:''' ἡ, [[λιποταξία]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτομολία:''' ἡ тж. pl. переход на сторону противника Thuc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A desertion, Th.7.13, etc.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, das Ueberlaufen, Thuc. 7, 13 u. Folgde. Auch im plur., Dion. Hal. 6, 51.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομολία: ἡ, τὸ αὐτομολεῖν, Θουκ. 7. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désertion d’un transfuge.
Étymologie: αὐτόμολος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 deserción αὐτομολίας πρόφασις Th.7.13, cf. D.C.Epit.7.10.6, αὐτομολίας ἀνάγκη Charito 8.5.8, αὐτομολίᾳ χρήσασθαι desertar Philostr.Her.65.4.
2 en plu. brotes ref. a los árboles, Poll.7.146.
Greek Monolingual
η (AM αὐτομολία) αυτόμολος
1. η μετάβαση στρατιωτικού ή προσκολλημένου στον στρατό χωρίς έγγραφη άδεια ή διαταγή του ανωτέρου του στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές
2. η εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας ή παράταξης και η προσχώρηση σε άλλη διαφορετική ή εντελώς αντίθετη.
Greek Monotonic
αὐτομολία: ἡ, λιποταξία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτομολία: ἡ тж. pl. переход на сторону противника Thuc., Plut.