ἐπιρρύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρύζω:''' [[εξαπολύω]] [[σκύλο]] πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιρρύζω:''' [[εξαπολύω]] [[σκύλο]] πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρύζω:''' натравливать (ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα Arph.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρύζω Medium diacritics: ἐπιρρύζω Low diacritics: επιρρύζω Capitals: ΕΠΙΡΡΥΖΩ
Transliteration A: epirrýzō Transliteration B: epirryzō Transliteration C: epirryzo Beta Code: e)pirru/zw

English (LSJ)

   A set a dog on one, ἐπί τινα Ar.V.705, acc. to Sch. and Hsch. (where also ἐπιρροφ-ρροίζειν); cf. ῥύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρύζω: παρορμῶ, ἐναντίον τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ ὅμως πρβλ. ῥύζω.

French (Bailly abrégé)

exciter (un chien), ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ῥύζω.

Greek Monolingual

ἐπιρρύζω (Α) ρύζω
(κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρύζω: εξαπολύω σκύλο πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρύζω: натравливать (ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα Arph.).