δύσληπτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσληπτος:''' <b class="num">1)</b> за который трудно ухватиться ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> трудноуловимый, неудобопонятный (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.).
}}
}}