3,243,832
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''δύσληπτος:''' -ον ([[λαμβάνω]]), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, [[δυσνόητος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσληπτος:''' <b class="num">1)</b> за который трудно ухватиться ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> трудноуловимый, неудобопонятный (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.). | |||
}} | }} |