τείχισμα: Difference between revisions
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τείχισμα:''' -ατος, τό ([[τειχίζω]]), [[τείχος]] ή [[φρούριο]], [[οχύρωμα]], σε Ευρ., Θουκ. | |lsmtext='''τείχισμα:''' -ατος, τό ([[τειχίζω]]), [[τείχος]] ή [[φρούριο]], [[οχύρωμα]], σε Ευρ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τείχισμα:''' ατος τό крепостное сооружение, укрепление Eur., Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A wall or fort, E. HF1096 codd. (τυκ- is prob. cj.), Th.4.8,115, etc.; Τυρσηνῶν τ. Πελασγικόν, of the wall of Athens, Call. in Διηγήσεις iv 1 (cf. Sch.).
German (Pape)
[Seite 1081] τό, die erbau'te, aufgerichtete Mauer, übh. das Befestigungswerk; Eur. Herc. Fur. 96, Thuc. 4, 8. 115.
Greek (Liddell-Scott)
τείχισμα: τό, τεῖχος ἢ φρούριον, ὀχύρωμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-τείχισμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouvrage de défense, fortification.
Étymologie: τειχίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τειχίζω
τείχος, οχύρωμα.
Greek Monotonic
τείχισμα: -ατος, τό (τειχίζω), τείχος ή φρούριο, οχύρωμα, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
τείχισμα: ατος τό крепостное сооружение, укрепление Eur., Thuc.