Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἄμμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἄμμων:''' -ωνος, ὁ, ο [[Λιβυκός]] Δίας-Άμμων, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· θηλ. επίθ. [[Ἀμμωνίς]], Ἀ. [[ἕδρα]], η [[έδρα]] του Άμμωνα, δηλ. η [[Λιβύη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''Ἄμμων:''' -ωνος, ὁ, ο [[Λιβυκός]] Δίας-Άμμων, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· θηλ. επίθ. [[Ἀμμωνίς]], Ἀ. [[ἕδρα]], η [[έδρα]] του Άμμωνα, δηλ. η [[Λιβύη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἄμμων:''' ωνος ὁ Аммон (ливийско-египетское божество, впосл. отождествленное с греч. Зевсом) Her., Plat.: ἐν Ἄμμωνος (sc. ἱερῷ) Plut. в храме Аммона.
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄμμων Medium diacritics: Ἄμμων Low diacritics: Άμμων Capitals: ΑΜΜΩΝ
Transliteration A: Ámmōn Transliteration B: Ammōn Transliteration C: Ammon Beta Code: *)/ammwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, the Libyan

   A Zeus, Ζεὺς Ἄ. Pi.P.4.16: said to be Egyptian, Hdt.2.42; Ἄμμωνος (κέρας), = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130, etc.:—fem. Adj. Ἀμμωνίς, ίδος, Libyan, Ἀ. ἕδρα seat of Ammon, i. e. Libya, E.Alc.114, El.734: Subst. Ἀ., ἡ, name of state-trireme, Din.Fr.14.2:—also Ἀμμωνιάς, άδος, Phot. s.v. Πάραλος: Ἀμμωνιακός, ή, όν, ἀπάτη AP7.687 (Pall.), esp. Ἀ. ἅλας kind of rock-salt, Dinon 15, cf. Dsc.5.109, Gp.6.6.1, PMag.Lond.46.397:—ἀμμο-κή, ἡ, Ferula marmarica, Ps.-Dsc.3.84:—ἀμμο-κόν, τό, gum-ammoniacum, Dsc.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄμμων: -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς Ζεὺς Ἄμμων: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰγυπτιακὴ ἡ λέξις, Ἡρόδ. 2. 42 (ἔνθα ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. ἕδρα, ἡ ἕδρα τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ Λιβύη, Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Ammon, n. égyptien de Zeus.

English (Slater)

Ἄμμων cult name of Zeus in Libya “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. test., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ

• Alolema(s): Ἀμμούς Arist.Fr.530; Ἀμμών Hsch.

• Morfología: [ac. Ἀμοῦν Hdt.2.42, Hecat.Abd.4]
I Amón
1 divinidad egipcia, sincretizada c. Zeus, Hdt.2.42, Pi.P.4.16, Ar.Au.716, Pl.Plt.257b, Stratt.63A, Plu.2.354c, Nonn.D.13.371
c. referencia a su orác. y templo, hoy oasis de Siwah, Hdt.1.46, Pl.Phdr.275c, Ptol.Geog.4.5.33, 8.15.16, cf. 4.3.42, frec. expresado en giros c. prep. del tipo εἰς Ἄμμων' Ar.Au.619, Plu.Lys.20, D.S.17.49, Arr.An.7.14.7, ἐν Ἄ. Thphr.HP 4.3.5, Str.17.1.5, Paus.5.15.11, παρ' Ἄμμωνι Thphr.HP 5.3.7, παρ' Ἄμμωνος Arr.An.7.23.6, ἐξ Ἄ. Plu.Alex.72
como hijo de Zeus y Pasífae, Plu.Agis 9
como padre de Alejandro Magno, Ps.Callisth.1.15, 6.4, 7.8, Paus.4.14.8, Arr.An.4.9.9, Luc.DMort.14.5
identificado c. el sol Λίβυς ... Ἄμμων Nonn.D.40.392
como rey mítico de Libia, D.S.3.73, 5.44.
2 fiesta de Atenas en honor de Amón, IG 22.1496.96, Hsch.
II Amón
1 un pastor que fundó el templo de Amón, Paus.4.23.10.
2 epít. de Hiponico, hijo de Calias, en Atenas, Heraclid.Pont.58.22.
3 un geómetra que midió el perímetro de Roma, Olymp.Hist.469.
III 1bot. Ἄμμωνος κέρας hierba estrella, estrellamar, Plantago coronopus L., Ps.Dsc.2.130.
2 zool. Ἄ.· ὄφεις Κυρηναῖοι Hsch.

Greek Monotonic

Ἄμμων: -ωνος, ὁ, ο Λιβυκός Δίας-Άμμων, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· θηλ. επίθ. Ἀμμωνίς, Ἀ. ἕδρα, η έδρα του Άμμωνα, δηλ. η Λιβύη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Ἄμμων: ωνος ὁ Аммон (ливийско-египетское божество, впосл. отождествленное с греч. Зевсом) Her., Plat.: ἐν Ἄμμωνος (sc. ἱερῷ) Plut. в храме Аммона.