τρισχίλιοι: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισχίλιοι:''' [χῑ], -αι, -α, [[τρεις]] χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''τρισχίλιοι:''' [χῑ], -αι, -α, [[τρεις]] χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισχίλιοι:''' (χῑ) три тысячи Hom., Her., Xen. etc.
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισχίλιοι Medium diacritics: τρισχίλιοι Low diacritics: τρισχίλιοι Capitals: ΤΡΙΣΧΙΛΙΟΙ
Transliteration A: trischílioi Transliteration B: trischilioi Transliteration C: trischilioi Beta Code: trisxi/lioi

English (LSJ)

[χῑ], αι, α, Dor. τρισ-χήλιοι

   A Abh.Berl. Akad.1925 (5).25 (Cyrene):—three thousand, ll.20.221, Hdt.7.97, etc.: in sg. with collective Subst., ἀσπὶς τρισχιλία Longus 3.1.    II οἱ τ., at Athens, the 3000 nominated by the 30 Tyrants, X.HG2.3.18.

Greek (Liddell-Scott)

τρισχίλιοι: [χῑ], -αι, -α, τρεῖς χιλιάδες, Ἰλ. Υ. 221, Ἡρόδ., κλπ.· - ἐν τῷ ἑνικῷ μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., ἀσπὶς τρισχιλία Λόγγος 3. 1. ΙΙ. οἱ τρισχίλιοι, ἐν Ἀθήναις οἱ 3000 ἄνδρες οἱ ὑπὸ τῶν τριάκοντα τυράννων ἐκλεχθέντες, Λυσί. 143. 42, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 18.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
trois mille.
Étymologie: τρίς, χίλιοι.

English (Strong)

from τρίς and χίλιοι; three times a thousand: three thousand.

English (Thayer)

τρισχίλιαι, τρισχίλια (τρίς and χίλιοι), three thousand: Homer down.)

Greek Monolingual

-ες, -α / τρισχίλιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, -ία, -ον, Α
τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
(στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, -ία, -ον- τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν κάμηλον» τρεις χιλιάδες καμήλες, Τζέτζ.
β. «τρισχιλία ασπίς» — τρεις χιλιάδες ασπιδοφόροι, Λόγγ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισχίλιοι
οι τρεις χιλιάδες Αθηναίοι που είχαν επιλέξει οι τριάκοντα τύραννοι (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι- + χίλιοι.

Greek Monotonic

τρισχίλιοι: [χῑ], -αι, -α, τρεις χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τρισχίλιοι: (χῑ) три тысячи Hom., Her., Xen. etc.