συγκαταδουλόω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταδουλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βοηθώ]] στην [[υποδούλωση]], [[σκλαβώνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. | |lsmtext='''συγκαταδουλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βοηθώ]] στην [[υποδούλωση]], [[σκλαβώνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat. ); ook med. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in enslaving, τινί τινας ib.46. cf. Aristid. 1.411 J.:—Med., Th.3.64, Hyp.Fr.272.
German (Pape)
[Seite 964] mit zum Sclaven machen, med. sich unterwerfen, Thuc. 3, 64. 8, 46.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδουλόω: ὑποδουλώνω μετά τινος, βοηθῶ εἰς ὑποδούλωσιν, τινά τινι Θουκ. 8. 46· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 64, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
asservir ou subjuguer ensemble;
Moy. συγκαταδουλόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: σύν, καταδουλόω.
Greek Monotonic
συγκαταδουλόω: μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat. ); ook med.