συνθλάω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]] μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συνθλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[συνθλίβω]], [[συντρίβω]] μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θλάω geheel verbrijzelen.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθλάω Medium diacritics: συνθλάω Low diacritics: συνθλάω Capitals: ΣΥΝΘΛΑΩ
Transliteration A: synthláō Transliteration B: synthlaō Transliteration C: synthlao Beta Code: sunqla/w

English (LSJ)

   A crush together, Eratosth.Cat.11, D.S.2.57, Arr.An.6.29.9:—Pass., [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270, cf. IG22.1544.21; συνεθλάσθη τὴν κεφαλήν Aen.Gaz. Thphr. p.32 B.; βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Man.5.201: abs., to be crushed, Arist.Pr.863b13, Ev.Matt.21.44, Gp.9.29.

Greek (Liddell-Scott)

συνθλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], ὁμοῦ θλῶ, συντρίβω, Ἐρατοσθ. Καταστερ. 11, Διόδ. 1. 57 ― Παθ., ποτήριον ὦτα συντεθλασμένον Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 12· βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Μανέθων 5. 201· ἀπολ., συντρίβομαι, κατατρίβομαι, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38 (κατὰ τὸν Prantl. ἀντὶ συντεθῇ), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
briser ou broyer ensemble.
Étymologie: σύν, θλάω.

English (Strong)

from σύν and thlao (to crush); to dash together, i.e. shatter: break.

English (Thayer)

σύνθλω: 1future passive συνθλασθήσομαι; to break to pieces, shatter (Vulg. confringo, conquasso): T omits; L Tr marginal reading WH brackets the verse); Sept.; (Manetho, Alex. quoted in Athen, Eratosthenes, Aristotle (v. 1.)), Diodorus, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

συνθλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], συνθλίβω, συντρίβω μαζί — Παθ., έχω καταθρυμματιστεί σε κομμάτια, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θλάω geheel verbrijzelen.