περιγλαγής: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιγλᾰγής:''' -ές ([[γλάγος]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[γάλα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''περιγλᾰγής:''' -ές ([[γλάγος]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[γάλα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (γλάγος)
A full of milk, Il.16.642.
German (Pape)
[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.
English (Autenrieth)
ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής].
Greek Monotonic
περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.