πολύρροθος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύρροθος:''' -ον, [[βροντερός]], [[πολυθόρυβος]], <i>φροίμια πολύρροθα</i>, [[πολυκύμαντος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύρροθος:''' -ον, [[βροντερός]], [[πολυθόρυβος]], <i>φροίμια πολύρροθα</i>, [[πολυκύμαντος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρροθος Medium diacritics: πολύρροθος Low diacritics: πολύρροθος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: polýrrothos Transliteration B: polyrrothos Transliteration C: polyrrothos Beta Code: polu/rroqos

English (LSJ)

ον, = foreg., φροίμια π. the cries

   A of many voices, A.Th.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].

Greek Monotonic

πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.