συνεξαίρω: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ. | |lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of . ., Plu.Ant. 12. 2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72. II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8. III remove as well, in dissection, Gal.2.699.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).
French (Bailly abrégé)
1 élever ou soulever avec;
2 fig. exciter en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαίρω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
Greek Monotonic
συνεξαίρω: βοηθώ στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, συνεξαρθείς, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4.