πολύχορδος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει πολλές χορδές, σε Θεόκρ.· [[πολυτονικός]], λέγεται για αυλό, σε Πλάτ.· επίσης, <i>πολύχορδαι ᾠδαί</i>, σε Ευρ.· [[πολύχορδος]] [[γῆρυς]], [[ήχος]] από πολλές χορδές, στον ίδ.
|lsmtext='''πολύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει πολλές χορδές, σε Θεόκρ.· [[πολυτονικός]], λέγεται για αυλό, σε Πλάτ.· επίσης, <i>πολύχορδαι ᾠδαί</i>, σε Ευρ.· [[πολύχορδος]] [[γῆρυς]], [[ήχος]] από πολλές χορδές, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχορδος -ον [πολύς, χορδή] veelsnarig:; βάρβιτον ἐς πολύχορδον op een veelsnarige lier Theocr. Id. 16.45; met veel tonen:. πολυχόρδοις ᾠδαῖς met veeltonige gezangen Eur. Med. 196.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχορδος Medium diacritics: πολύχορδος Low diacritics: πολύχορδος Capitals: ΠΟΛΥΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: polýchordos Transliteration B: polychordos Transliteration C: polychordos Beta Code: polu/xordos

English (LSJ)

ον,

   A many-stringed, βάρβιτον Theoc.16.45; many-toned, of the flute, Simon.46, cf. Pl.R.399d (Sup.); π. ᾠδαί E.Med.196 (anap.); πολυχορδοτάτα γῆρυς the sound of many strings, Id.Rh.548 (lyr.): metaph., δημοκρατία Plu.2.827b.

German (Pape)

[Seite 677] vielsaitig, vielstimmig; ᾠδαί, γῆρυς, Eur. Med. 196 Rhes. 548; καὶ πολυαρμόνια ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d, vgl. Poll. 4, 67; von der Flöte, wie Simonid. bei Aristid. or. 49 p. 513.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχορδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς χορδάς, βάρβιτον Θεόκρ. 16. 45· ὁ παράγων πολλὰς φωνάς, ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Σιμωνίδ. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 399C (ἔνθα -ότατον), Πολυδ. Δ΄, 67· ὡσαύτως π. ᾠδαὶ Εὐρ. Μήδ. 196· π. γῆρυς, ὁ ἦχος πολλῶν χορδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 548· ― μεταφορ., δημοκρατία Πλούτ. 2. 827Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de cordes ; qui a un grand nombre de sons (flûte, etc.);
Cp. πολυχορδότερος, Sp. πολυχορδότατος.
Étymologie: πολύς, χορδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχορδος, -ον, ΝΑ
(για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο
ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές
αρχ.
1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές
2. (σχετικά με άσματα ή μουσικά κομμάτια) αυτός που άδεται ή εκτελείται από πολλές φωνές ή εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές
3. φρ. «πολύχορδος δημοκρατία»
μτφ. δημοκρατία με πολυφωνία (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό-χορδος].

Greek Monotonic

πολύχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει πολλές χορδές, σε Θεόκρ.· πολυτονικός, λέγεται για αυλό, σε Πλάτ.· επίσης, πολύχορδαι ᾠδαί, σε Ευρ.· πολύχορδος γῆρυς, ήχος από πολλές χορδές, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχορδος -ον [πολύς, χορδή] veelsnarig:; βάρβιτον ἐς πολύχορδον op een veelsnarige lier Theocr. Id. 16.45; met veel tonen:. πολυχόρδοις ᾠδαῖς met veeltonige gezangen Eur. Med. 196.