παραγεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραγεύω:''' [[δίνω]] μόνο τη [[γεύση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παραγεύω:''' [[δίνω]] μόνο τη [[γεύση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-γεύω act. laten proeven: overdr.. φρονήματος τὸ θῆλυ παρέγευεν οὐκ ἀγεννοῦς (dit) deed het vrouwelijk geslacht kennismaken met een edel gevoel van trots Plut. Lyc. 14.7. med. proeven.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγεύω Medium diacritics: παραγεύω Low diacritics: παραγεύω Capitals: ΠΑΡΑΓΕΥΩ
Transliteration A: parageúō Transliteration B: parageuō Transliteration C: parageyo Beta Code: parageu/w

English (LSJ)

   A give a taste of a thing, φρονήματος παραγεύειν τὸ θῆλυ to give women a slight taste of courage, Plu.Lyc.14:—Med., fut. -εύσομαι D.C.64.1; taste slightly, ποτοῖ Anaxil.10; καινοῦ τινος Antiph.246, cf. J.AJ4.8.2.

German (Pape)

[Seite 474] (γεύω), daneben od. dabei kosten lassen, zu schmecken geben, Einem von Etwas, τινά τινος; übertr., φρονήματος παραγεύειν τὸ θῆλυ, das weibliche Geschlecht Etwas vom Muthe kosten lassen, d. i. ihm allmälig Muth einflößen, Plut. Lyc. 14. – Med. dabei kosten, τινός, z. B. ποτοῦ παραγεύσεται, Anaxilas bei Ath. IV. 171 f; κοινοῦ, Antiphan. ib. II, 45 a; Sp., τῆς ἡγεμονίας, D. Cass. 64, 1.

Greek (Liddell-Scott)

παραγεύω: παρέχω μόνον γεῦσιν πράγματός τινος, φρονήματος παραγεύειν τὸ θῆλυ, παρέχειν ταῖς γυναιξὶ μικρὰν γεῦσιν φρονήματος, ἀνδρείας, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14. - Μέσ., γεύομαι ὀλίγον, μόλις, παραγεύσεταί σοι πρῶτον ἡ γραῦς τοῦ ποτοῦ Ἀναξίλας ἐν «Καλυψοῖ» 2· καινοῦ τινος Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 14.

French (Bailly abrégé)

faire goûter, fig. τινα φρονήματος PLUT faire goûter à qqn un sentiment, une opinion.
Étymologie: παρά, γεύω.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ ώστε να δοκιμάσει, να γευθεί κανείς κάτι
2. φρ. «παραγεύω φρονήματος» — εμπνέω ελάχιστο φρόνημα, ελάχιστο κουράγιο
3. μέσ. παραγεύομαι
δοκιμάζω ελαφρώς κάτι, μόλις που γεύομαι.

Greek Monotonic

παραγεύω: δίνω μόνο τη γεύση ενός πράγματος, τινός, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-γεύω act. laten proeven: overdr.. φρονήματος τὸ θῆλυ παρέγευεν οὐκ ἀγεννοῦς (dit) deed het vrouwelijk geslacht kennismaken met een edel gevoel van trots Plut. Lyc. 14.7. med. proeven.