συνδιαβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]], περνώ από κοινού, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιαβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]], περνώ από κοινού, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διαβαίνω, Att. ξυνδιαβαίνω samen (met...) of mede oversteken; met dat. met iem.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβαίνω Medium diacritics: συνδιαβαίνω Low diacritics: συνδιαβαίνω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: syndiabaínō Transliteration B: syndiabainō Transliteration C: syndiavaino Beta Code: sundiabai/nw

English (LSJ)

   A go through or cross over together, Th.6.101, X.An. 7.1.4; τινι with one, Plu.Sert.12, Lib.Or.18.67.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. βαίνω), mit od. zugleich durch-od. hinübergehen; Thuc. 6, 101; Xen. An. 7, 1, 4; Folgde, wie Plut. Sert. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβαίνω: διαβαίνω, διέρχομαι ὁμοῦ, Θουκ. 6. 101, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 4· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Σερτώρ. 12.

French (Bailly abrégé)

traverser en même temps ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, διαβαίνω.

Greek Monolingual

Α
διέρχομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α
διέρχομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαβαίνω: μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ από κοινού, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαβαίνω, Att. ξυνδιαβαίνω samen (met...) of mede oversteken; met dat. met iem.