διάπονος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάπονος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· <i>τι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επίπονος]], [[κοπιώδης]], [[κουραστικός]]· επίρρ. <i>-νῶς</i>, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.
|lsmtext='''διάπονος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· <i>τι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επίπονος]], [[κοπιώδης]], [[κουραστικός]]· επίρρ. <i>-νῶς</i>, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπονος Medium diacritics: διάπονος Low diacritics: διάπονος Capitals: ΔΙΑΠΟΝΟΣ
Transliteration A: diáponos Transliteration B: diaponos Transliteration C: diaponos Beta Code: dia/ponos

English (LSJ)

ον, of persons,

   A exercised, hardy, δ. τὰ σώματα Plu.Mar.26, al., cf. Onos.1.1.    2 worn out, σῶμα δ. πρός τι Plu.2.135f.    II Adv. -νως with labour or toil, Id.Fab.1.

Greek (Liddell-Scott)

διάπονος: -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. πρός τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, ἐπίπονος, κοπιώδης. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exercé à la fatigue;
2 exercé en gén.
Étymologie: διά, πόνος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ejercitado, entrenado τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.Sert.3, cf. Oth.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.Cyn.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.Mar.26.
2 extenuado, cansado por el esfuerzo πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.
3 producto de la fatiga o que revela fatiga φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.
II adv. -ως con mucho esfuerzo δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.Fab.1.

Greek Monotonic

διάπονος: -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· τι, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός· επίρρ. -νῶς, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.