παρρησιαστής: Difference between revisions

From LSJ

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρρησιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[ελεύθερος]] [[ομιλητής]], σε Αριστ.
|lsmtext='''παρρησιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[ελεύθερος]] [[ομιλητής]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρρησιαστής -οῦ, ὁ [παρρησιάζομαι] vrijmoedig spreker:. παρρησιαστὴς... διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι vrijmoedig sprekend omdat hij anderen minacht Aristot. EN 1124b29.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρρησιαστής Medium diacritics: παρρησιαστής Low diacritics: παρρησιαστής Capitals: ΠΑΡΡΗΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: parrēsiastḗs Transliteration B: parrēsiastēs Transliteration C: parrisiastis Beta Code: parrhsiasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A outspoken person, Arist.EN 1124b29, Phld.Lib.p.62 O. (pl.), D.S.14.5, Luc.Deor.Conc.3.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, ἐλευθερόστομος ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui parle franchement.
Étymologie: παρρησιάζομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρρησιάζομαι
αυτός που μιλά με παρρησία.

Greek Monotonic

παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρρησιαστής -οῦ, ὁ [παρρησιάζομαι] vrijmoedig spreker:. παρρησιαστὴς... διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι vrijmoedig sprekend omdat hij anderen minacht Aristot. EN 1124b29.