διαπλοκή: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(9) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[διαπλοκή]]) [[διαπλέκω]]<br />[[σύνδεση]] με [[πλέξιμο]], [[σύνθεση]] με [[πλοκή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλοκή]]<br /><b>2.</b> (σε πληθ.) λοξοδρομίες. | |mltxt=η (Α [[διαπλοκή]]) [[διαπλέκω]]<br />[[σύνδεση]] με [[πλέξιμο]], [[σύνθεση]] με [[πλοκή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλοκή]]<br /><b>2.</b> (σε πληθ.) λοξοδρομίες. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαπλοκή -ῆς, ἡ [διαπλέκω] vervlechting, combinatie. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A intermixture, Hp.Alim.11. II in pl., crooked ways, Aq.Ps.124(125).5.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Durchflechten, Verknüpfung, Sp.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 entrelazamiento, combinación (χυλῶν) Hp.Alim.12, ῥόμβων Aristeas 74, τῶν παλαισμάτων Philostr.Gym.11, τῶν ἄστρων Gr.Nyss.Fat.52.10, πρὸς τὰ ἐναντία Gr.Nyss.Hom.in Cant.255.18, cf. Sor.119.20, Dam.Fr.183, Phlp.in GC 22.27.
2 retorcimiento, tortuosidad τῶν λόγων Olymp.in Alc.56, glos. a διαλύγισμα Hsch., plu. αἱ ἐν δικαστηρίῳ διαπλοκαί Basil.M.31.408D, cf. Aq.Ps.124.5.
Greek Monolingual
η (Α διαπλοκή) διαπλέκω
σύνδεση με πλέξιμο, σύνθεση με πλοκή
αρχ.
1. πλοκή
2. (σε πληθ.) λοξοδρομίες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπλοκή -ῆς, ἡ [διαπλέκω] vervlechting, combinatie.