συνδυστυχέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδυστῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω [[μερίδιο]] στη [[δυστυχία]] κάποιου, [[δυστυχώ]], [[υποφέρω]] από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''συνδυστῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω [[μερίδιο]] στη [[δυστυχία]] κάποιου, [[δυστυχώ]], [[υποφέρω]] από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδυστῠχέω:''' быть столь же несчастным, быть постигнутым тем же бедствием Eur., Isae.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδυστῠχέω Medium diacritics: συνδυστυχέω Low diacritics: συνδυστυχέω Capitals: ΣΥΝΔΥΣΤΥΧΕΩ
Transliteration A: syndystychéō Transliteration B: syndystycheō Transliteration C: syndystycheo Beta Code: sundustuxe/w

English (LSJ)

   A share in misfortune, E.Or.1099, Is.6.1.

German (Pape)

[Seite 1009] mit oder zugleich unglücklich sein; Eur. Or. 1099; Is. 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνδυστῠχέω: μετέχω τῆς δυστυχίας τινός, δυστυχῶ μετ’ αὐτοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 1099, Ἰσαῖ. 57. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être malheureux ensemble ou en même temps, partager l’infortune.
Étymologie: σύν, δυστυχέω.

Greek Monotonic

συνδυστῠχέω: μέλ. -ήσω, έχω μερίδιο στη δυστυχία κάποιου, δυστυχώ, υποφέρω από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνδυστῠχέω: быть столь же несчастным, быть постигнутым тем же бедствием Eur., Isae.