πλειστόμβροτος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλειστόμβροτος:''' -ον, υπερβολικά [[γεμάτος]] από ανθρώπους, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πλειστόμβροτος:''' -ον, υπερβολικά [[γεμάτος]] από ανθρώπους, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.
German (Pape)
[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.
English (Slater)
πλειστόμβροτος, -ον
1 crowded with people ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί-μβροτος)].
Greek Monotonic
πλειστόμβροτος: -ον, υπερβολικά γεμάτος από ανθρώπους, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.