πέδονδε: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέδονδε:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> προς το [[έδαφος]], προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πέδονδε:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> προς το [[έδαφος]], προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέδονδε of πέδον δε [πέδον] adv., naar de grond, omlaag.
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέδονδε Medium diacritics: πέδονδε Low diacritics: πέδονδε Capitals: ΠΕΔΟΝΔΕ
Transliteration A: pédonde Transliteration B: pedonde Transliteration C: pedonde Beta Code: pe/donde

English (LSJ)

Adv.

   A to the ground, earthwards, Il.13.796, h.Cer.253, S. Tr.786.    2 to the bottom, π. κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598.

German (Pape)

[Seite 542] adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.

Greek (Liddell-Scott)

πέδονδε: Ἐίρρ., πρὸς τὰ κάτω πρὸς τὴν γῆν, Ἰλ. Ν. 796. Σοφ. Τ. 786· - πρὸς τὴν πεδιάδα, πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Ὀδ. Λ. 598.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 vers la terre, à terre avec mouv.
2 vers la plaine.
Étymologie: πέδον, -δε.

English (Autenrieth)

to the ground, earthward.

Greek Monolingual

Α
(τοπ. επίρρ.) προς το έδαφος, προς τα κάτω
2. στην πεδιάδα, στον κάμπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε)].

Greek Monotonic

πέδονδε: επίρρ.,
1. προς το έδαφος, προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέδονδε of πέδον δε [πέδον] adv., naar de grond, omlaag.