μακρόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόκωλος:''' рит.<br /><b class="num">1)</b> состоящий из длинных членов (ἡ [[περίοδος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> ирон. пишущий длинными периодами Arst.
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόκωλος Medium diacritics: μακρόκωλος Low diacritics: μακρόκωλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: makrókōlos Transliteration B: makrokōlos Transliteration C: makrokolos Beta Code: makro/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1.    2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres longs en parl. d’une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.

Greek Monolingual

μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισό-κωλος, μονό-κωλος)].

Greek Monotonic

μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μακρόκωλος: рит.
1) состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2) ирон. пишущий длинными периодами Arst.