συγχορηγέω: Difference between revisions
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παρέχω]] από κοινού [[βοήθεια]] σε τροφές ή εφόδια, [[χορηγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνεισφέρω]] σε [[κάτι]], με δοτ., στον ίδ. | |lsmtext='''συγχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παρέχω]] από κοινού [[βοήθεια]] σε τροφές ή εφόδια, [[χορηγώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνεισφέρω]] σε [[κάτι]], με δοτ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγχορηγέω [σύν, χορηγός] financiële steun leveren; met dat. van personen aan iem.; met acc. v. h. inw. obj.. σ. τροφάς … τοῖς τρέφουσι de opvoeders steunen bij de kosten voor de verzorging Plut. Rom. 6.1. met dat. van zaken bijdragen aan de kosten voor. Plut. Phoc. 30.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A assist with supplies, σφίσι εἰς τοὺς περιεστῶτας καιρούς Plb.4.46.5; τισι Id.5.55.1, etc.: c. acc. rei, σ. τροφάς τισι Plu.Rom. 6: abs., σ. ἀφειδῶς Id.Cleom.6. II contribute towards, τοῖς γάμοις Id.Phoc.30.
German (Pape)
[Seite 971] mit, zugleich, zusammen Aufwand machen, zur Ausrüstung eines Chors; u. allgemeiner, Pol. 4, 46, 5; Plut. Phoc. 30; von einer Flotte, Timocl. 7.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορηγέω: συμπαρέχω βοηθείας εἰς τροφὰς καὶ ἄλλα, τινι εἰς τοὺς παρεστῶτας καιροὺς Πολύβ. 4. 46, 5· τινι ὁ αὐτ. 5. 55, 1, κτλ.· μετ’ αἰτ. πράγμ., σ. τροφάς τινι Πλουτ. Ρωμ. 6· ἀπολ., σ. ἀφειδῶς ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 6. ΙΙ. συνεισφέρω πρός τι, τοῖς γάμοις ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
litt. être chorège avec, d’où
1 contribuer à l’entretien de, contribuer à, subvenir : τινι à l’entretien de qqn ; τροφάς τινι PLUT contribuer aux frais de nourriture de qqn;
2 en gén. contribuer aux dépenses de, τινι.
Étymologie: σύν, χορηγέω.
Greek Monotonic
συγχορηγέω: μέλ. -ήσω,
I. παρέχω από κοινού βοήθεια σε τροφές ή εφόδια, χορηγώ, σε Πλούτ.
II. συνεισφέρω σε κάτι, με δοτ., στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγχορηγέω [σύν, χορηγός] financiële steun leveren; met dat. van personen aan iem.; met acc. v. h. inw. obj.. σ. τροφάς … τοῖς τρέφουσι de opvoeders steunen bij de kosten voor de verzorging Plut. Rom. 6.1. met dat. van zaken bijdragen aan de kosten voor. Plut. Phoc. 30.7.