σαπρότης: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαπρότης:''' -ητος, ἡ, σήψη, [[σαπίλα]], [[σάπισμα]], [[αποσύνθεση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σαπρότης:''' -ητος, ἡ, σήψη, [[σαπίλα]], [[σάπισμα]], [[αποσύνθεση]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σαπρότης -ητος, ἡ [σαπρός] rotheid, rotting. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A rottenness, putridity, Pl.R.609e, Arist.Mete.379a6, al., Thphr. Od.2.
German (Pape)
[Seite 862] ητος, ἡ, Fäulniß, Gestank durch Fäulniß, der Zustand eines faulen od. sonst verdorbenen zerrütteten Körpers; εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης, Plat. Rep. X, 609 e; ξύλων, faules Holz, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρότης: -ητος, ἡ, σηπεδών, «σαπίλα», «μοῦχλα», εἴτε παλαιότης, εἴτε σαπρότης ... οὐκ οἰόμεθα δεῖν σῶμα ἀπόλλυσθαι Πλάτ. Πολ. 609Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 1, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Ὀσμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
putréfaction, pourriture.
Étymologie: σαπρός.
Greek Monotonic
σαπρότης: -ητος, ἡ, σήψη, σαπίλα, σάπισμα, αποσύνθεση, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαπρότης -ητος, ἡ [σαπρός] rotheid, rotting.