πόρευμα: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόρευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] περπατάει, <i>βροτῶν πορεύματα</i>, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πόρευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] περπατάει, <i>βροτῶν πορεύματα</i>, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πόρευμα -ατος, τό [πορεύω] poët. het bereizen, met gen.:; πορεύματα βροτῶν omgang met mensen Aeschl. Eum. 239; vervoermiddel; uitbr.. νάϊον πόρευμα vloot Eur. IA 300.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορευμα Medium diacritics: πόρευμα Low diacritics: πόρευμα Capitals: ΠΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: póreuma Transliteration B: poreuma Transliteration C: porevma Beta Code: poreuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A place in which one walks, βροτῶν πορεύματα their haunts, A.Eu.239.    2 means of going, carriage, νάϊον π. a fleet, E.IA300 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 682] τό, Gang, Reise, Aesch. Eum. 230; νάϊον, die Flotte, Eur. I. A. 300.

Greek (Liddell-Scott)

πόρευμα: τό, τόπος ἔνθα πορεύεταί τις, βροτῶν πορεύματα, τὰ μέρη ἔνθα οὗτοι συναντῶνται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 239. 2) μέσον πορείας, ὄχημα, νάιον π., στόλος, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 300.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chemin, route;
2 voyage, marche, expédition.
Étymologie: πορεύω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πορεύω
1. ο τόπος όπου πορεύεται κάποιος
2. το μέσο μεταφοράς.

Greek Monotonic

πόρευμα: -ατος, τό, μέρος στο οποίο κάποιος περπατάει, βροτῶν πορεύματα, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρευμα -ατος, τό [πορεύω] poët. het bereizen, met gen.:; πορεύματα βροτῶν omgang met mensen Aeschl. Eum. 239; vervoermiddel; uitbr.. νάϊον πόρευμα vloot Eur. IA 300.