πορθμεία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ Α [[πορθμεύω]]<br /><b>1.</b> η [[διαπόρθμευση]], το [[πέρασμα]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], η διά θαλάσσης [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> το [[επάγγελμα]] του πορθμέα. | |mltxt=ἡ Α [[πορθμεύω]]<br /><b>1.</b> η [[διαπόρθμευση]], το [[πέρασμα]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], η διά θαλάσσης [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> το [[επάγγελμα]] του πορθμέα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορθμείᾱ:''' ἡ переправа, перевоз Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A ferrying across a river, SIG1262.10 (Smyrna), Apollod.2.7.6. II conveyance by water, Str.5.3.7.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, das Ueberfahren, Uebersetzen über einen Fluß, Plut. Rom. 6, Schol. Eur. Alc. 263; – Wassertransport, Strab. 5, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμεία: ἡ, τὸ πορθμεύειν, διαπόρθμευσις, Ἀπολλόδ. 2. 7, 6· πρβλ. πορθμία.
Greek Monolingual
ἡ Α πορθμεύω
1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά
2. το επάγγελμα του πορθμέα.
Russian (Dvoretsky)
πορθμείᾱ: ἡ переправа, перевоз Plut.