παρανίσχω: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρανίσχω:'''<b class="num">I.</b> μτβ., [[εγείρω]], [[υψώνω]] ως [[απάντηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σηκώνομαι [[πλησίον]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρανίσχω:'''<b class="num">I.</b> μτβ., [[εγείρω]], [[υψώνω]] ως [[απάντηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σηκώνομαι [[πλησίον]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανίσχω:''' (impf. παρανῖσχον)<br /><b class="num">1)</b> поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку ([[ξίφη]] γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίσχω Medium diacritics: παρανίσχω Low diacritics: παρανίσχω Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΧΩ
Transliteration A: paraníschō Transliteration B: paranischō Transliteration C: paranischo Beta Code: parani/sxw

English (LSJ)

trans.,

   A raise in answer, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22.    II intr., stand forth beside, Plu.Aem.32.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἴσχω), = παρανέχω, dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίσχω: μεταβ., ἐγείρω, ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.

French (Bailly abrégé)

impf. παρανῖσχον;
1 tr. élever à côté de, acc.;
2 intr. s’élever à côté de.
Étymologie: παρά, ἀνίσχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαιἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνίσχω «ανατέλλω»].

Greek Monotonic

παρανίσχω:I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ.
II. αμτβ., σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρανίσχω: (impf. παρανῖσχον)
1) поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);
2) выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку (ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).