πεντηκόντορος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκόντορος:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, φορτηγό [[πλοίο]] με [[πενήντα]] [[κουπιά]], σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''πεντηκόντορος:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, φορτηγό [[πλοίο]] με [[πενήντα]] [[κουπιά]], σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πεντηκόντορος zie πεντηκόντερος.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόντορος Medium diacritics: πεντηκόντορος Low diacritics: πεντηκόντορος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: pentēkóntoros Transliteration B: pentēkontoros Transliteration C: pentikontoros Beta Code: penthko/ntoros

English (LSJ)

   A v. πεντηκόντερος.

German (Pape)

[Seite 558] ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόντορος: (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, πλοῖον φορτηγὸν μὲ πεντήκοντα κώπας, Πίνδ. Π. 4. 436, Εὐρ. Ι. Τ. 1124, Θουκ. 4. 14, κτλ. παρ’ Ἡροδ. φέρεται πεντηκόντερος, 1. 152, 163, 164., 3. 41, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν 3. 124., 6. 138, ἀντίγραφά τινα φέρουσι πεντηκόντορος, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ Παρίῳ Χρον. (Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 15), πρβλ. τριακόντορος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à cinquante rames ; abs. navire à cinquante rames.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρω.

Greek Monolingual

η / και πεντηκόντερος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) παλαιότερος τύπος, φορτηγού κυρίως, πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε πριν από την καθιέρωση της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ σκαρί, δεν είχε κατάστρωμα, ενώ σε κάθε πλευρά του υπήρχαν 25 κουπιά που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ορος / -ερος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριακόντ-ορος / -ερος].

Greek Monotonic

πεντηκόντορος: (ενν. ναῦς), , φορτηγό πλοίο με πενήντα κουπιά, σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκόντορος zie πεντηκόντερος.