συγκρύπτω: Difference between revisions
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συγκαλύπτω]], [[κουκουλώνω]] ή [[καλύπτω]] εντελώς, σε Ευρ.· [[αποκρύπτω]] πλήρως, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''συγκρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συγκαλύπτω]], [[κουκουλώνω]] ή [[καλύπτω]] εντελώς, σε Ευρ.· [[αποκρύπτω]] πλήρως, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κρύπτω (geheel) verbergen. συνέκρυπτεν … τὴν δυσμένειαν αὐτῶν (het feit dat er geen openlijke opstand was) maskeerde hun rancune Plut. Galb. 18.6; συγκρύπτεις τι πρός με je verbergt iets voor me Men. Sam. 308. samen met... verbergen, iem. helpen te verbergen, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A cover up or completely, [ὅπλοις] δέμας E.Heracl.721; conceal, Hp.Fract.20, E.IT1052, Fr.683, X.Cyr.8.1.40, D.2.20; πενίαν Amphis 17; τῷ λόγῳ σ. τι D.Prooem.37 (συγκρύψεται Schäfer); δυσμένειαν Plu.Galb.18. II join or help in concealing, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν And.1.67, cf. Antipho 2.3.4, Isoc.3.53, 17.18, Men.Sam. 93, SIG360.16 (Chersonesus, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 970] ringsum verdecken, Eur. Heracl. 721; verhehlen, Antiph. 2 γ 4; Isocr. 3, 53; Dem. 2, 70; Sp., wie Luc. D. Mar. 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρύπτω: συγκαλύπτω, καλύπτω ἐντελῶς, ὅπλοις δέμας Εὐρ. Ἡρακλ. 721· κρύπτω παντελῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, Εὐρ. Ι. Τ. 1052, Ἀποσπ. 684, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 40, Δημ. 23. 29· πενίαν Ἄμφις ἐν «Ἐρίθοις» 1· τῷ λόγῳ σ. τι Δημ. 1446. 8 ἔνθα ὁ Schäfer συγκρύψεται)· δυσμένειαν Πλουτ. Γάλβ. 18. ΙΙ. συντελῶ, συνεργῶ εἰς ἀπόκρυψιν, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Ἀνδοκ. 9. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 19, Ἰσοκρ. 37Ε, 362Β.
French (Bailly abrégé)
1 cacher entièrement;
2 cacher avec : τί τινι aider qqn à cacher qch.
Étymologie: σύν, κρύπτω.
Greek Monolingual
Α κρύπτω
1. σκεπάζω κάτι εντελώς
2. κρύβω εντελώς, αποκρύπτω
3. συντελώ σε απόκρυψη.
Greek Monolingual
Α κρύπτω
1. σκεπάζω κάτι εντελώς
2. κρύβω εντελώς, αποκρύπτω
3. συντελώ σε απόκρυψη.
Greek Monotonic
συγκρύπτω: μέλ. -ψω, συγκαλύπτω, κουκουλώνω ή καλύπτω εντελώς, σε Ευρ.· αποκρύπτω πλήρως, στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κρύπτω (geheel) verbergen. συνέκρυπτεν … τὴν δυσμένειαν αὐτῶν (het feit dat er geen openlijke opstand was) maskeerde hun rancune Plut. Galb. 18.6; συγκρύπτεις τι πρός με je verbergt iets voor me Men. Sam. 308. samen met... verbergen, iem. helpen te verbergen, met dat.