καταρρέζω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρέζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] με την [[παλάμη]], [[χτυπώ]] χαϊδευτικά, [[θωπεύω]], όπως το Λατ. mulcere, <i>χειρὶ δέ μιν κατέρεξε</i> (Επικ. αντί <i>κατερρ-</i>), σε Όμηρ.· επίσης [[καρρέζουσα]] (Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''καταρρέζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] με την [[παλάμη]], [[χτυπώ]] χαϊδευτικά, [[θωπεύω]], όπως το Λατ. mulcere, <i>χειρὶ δέ μιν κατέρεξε</i> (Επικ. αντί <i>κατερρ-</i>), σε Όμηρ.· επίσης [[καρρέζουσα]] (Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρέζω:''' эп. [[καταρέζω]] (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. [[κατέρεξα]], эп. part. praes. f [[καρρέζουσα]]) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. impf.
A καταρρέζεσκε Opp.H.5.481:—pat, stroke, caress, Χειρί τέ μιν κατέρεξεν (Ep. for κατέρρ-) Il.1.361, al., cf. A.R.4.687: abs., καρρέζουσα (Ep. for καταρρ-) Il.5.424, cf. Call.Dian.29.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρέζω: μέλλ. -ξω, φέρω τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος πρὸς τὰ κάτω ἠρέμα, ὡς ἐπὶ τοῦ κυνὸς ὅπως τὸν κάμω νὰ ἡσυχάσῃ· ἐντεῦθεν καθόλου, καταπραΰνω, θωπεύω, «χαϊδεύω», ὡς τὸ Λατ. mulcere, πρβλ. καταψῶ, καταψήχω, ἀκάνθας ἧκα καταρρέξειν ἐπικλίνοι τε πιέζων Ὀππ. Ἁλ. Δ. 611· χειρὶ δε μιν κατέρεξε (Ἐπικ. ἀντὶ κατέρρ-) Ἰλ. Α. 361., Ε 372, Ὀδ. Δ. 610, κτλ· ὡσαύτως καρρέζουσα, (Ἐπικ. ἀντὶ καταρρ-) Ἰλ. Ε. 424· χειρὶ καταρρέξασα ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 687, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 29·- ἐκ τούτου καὶ τὸ γαλλικὸν caresser.
French (Bailly abrégé)
f. καταρρέξω, ao. κατέρρεξα;
flatter de la main, caresser légèrement, acc..
Étymologie: κατά, ῥέζω.
English (Autenrieth)
part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.
Greek Monolingual
καταρρέζω (Α)
1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.)
2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέζω «εκτελώ»].
Greek Monotonic
καταρρέζω: μέλ. -ξω, χτυπώ ελαφρά με την παλάμη, χτυπώ χαϊδευτικά, θωπεύω, όπως το Λατ. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (Επικ. αντί κατερρ-), σε Όμηρ.· επίσης καρρέζουσα (Επικ. αντί καταρρ-), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
καταρρέζω: эп. καταρέζω (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. κατέρεξα, эп. part. praes. f καρρέζουσα) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.).