συμπλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συμπληρώνω]]<br />αυτό που με την [[προσθήκη]] του συμπληρώνει, ολοκληρώνει [[κάτι]] («[[συμπλήρωμα]] τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο [[σώμα]] ή προσθήκες<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> σύμπλοκη [[ουσία]] του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια [[ιδιότητα]] της οποίας [[είναι]] να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη [[λύση]] ορισμένων αντιγόνων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπλήρωμα]] γωνίας»<br /><b>μαθημ.</b> η συμπληρωματική [[γωνία]]<br />β) «[[συμπλήρωμα]] ρήματος»<br /><b>γραμμ.</b> το [[αντικείμενο]] του ρήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («[[τέλος]] νόμου [[Χριστός]], τοὐτέστι, τὸ [[συμπλήρωμα]]», Ιωάνν. Χρυσ.).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συμπληρώνω]]<br />αυτό που με την [[προσθήκη]] του συμπληρώνει, ολοκληρώνει [[κάτι]] («[[συμπλήρωμα]] τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο [[σώμα]] ή προσθήκες<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> σύμπλοκη [[ουσία]] του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια [[ιδιότητα]] της οποίας [[είναι]] να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη [[λύση]] ορισμένων αντιγόνων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπλήρωμα]] γωνίας»<br /><b>μαθημ.</b> η συμπληρωματική [[γωνία]]<br />β) «[[συμπλήρωμα]] ρήματος»<br /><b>γραμμ.</b> το [[αντικείμενο]] του ρήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («[[τέλος]] νόμου [[Χριστός]], τοὐτέστι, τὸ [[συμπλήρωμα]]», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''συμπλήρωμα:''' ατος τό (результат действия)<br /><b class="num">1)</b> восполнение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> заполнение, переполнение Arst.
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλήρωμα Medium diacritics: συμπλήρωμα Low diacritics: συμπλήρωμα Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: symplḗrōma Transliteration B: symplērōma Transliteration C: sympliroma Beta Code: sumplh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A blocking or filling up of a body, Arist.Pr. 901a4, Epicur.Ep.1p.11U.

German (Pape)

[Seite 988] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλήρωμα: τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτισυμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωσητέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτισυμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωσητέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).

Russian (Dvoretsky)

συμπλήρωμα: ατος τό (результат действия)
1) восполнение Plat.;
2) заполнение, переполнение Arst.