συμμονή: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[παραμονή]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> άμεση [[σχέση]]<br /><b>3.</b> το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>5.</b> [[συμβίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μονή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μένω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-[[μονή]], <i>προσ</i>-[[μονή]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[παραμονή]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> άμεση [[σχέση]]<br /><b>3.</b> το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>5.</b> [[συμβίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μονή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μένω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-[[μονή]], <i>προσ</i>-[[μονή]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμμονή:''' ἡ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμονή Medium diacritics: συμμονή Low diacritics: συμμονή Capitals: ΣΥΜΜΟΝΗ
Transliteration A: symmonḗ Transliteration B: symmonē Transliteration C: symmoni Beta Code: summonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooem.9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connexion, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.

Greek (Liddell-Scott)

συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
séjour en commun.
Étymologie: συμμένω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.

Russian (Dvoretsky)

συμμονή: ἡ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.