παγκληρία: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παγκληρία:''' ἡ, ολόκληρη η [[κληρονομιά]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''παγκληρία:''' ἡ, ολόκληρη η [[κληρονομιά]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παγκληρία:''' ἡ все наследие или достояние Trag. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A entire possession, property, estate, inheritance, A.Ch.486, S.Fr.915, E. Ion814, Supp.14.
German (Pape)
[Seite 435] ἡ, die ganze Erbschaft, Habe; Aesch. Ch. 479; Soph. frg. 774; Eur. Suppl. 14 Ion 814; sp. D., wie Lycophr. 592.
Greek (Liddell-Scott)
παγκληρία: ἡ, πλήρης κληρονομία, σύμπασα ἡ κατὰ κληρονομίαν ληφθεῖσα περιουσία, Αἰσχύλ. Χο. 486, Σοφ. Ἀποσπ. 774, Εὐρ. Ἴων. 814, Ἱκέτ. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
héritage entier.
Étymologie: πάγκληρος.
Greek Monolingual
παγκληρία, ἡ (Α) πάγκληρος
ολόκληρη η περιουσία που προέρχεται από κληρονομιά, πλήρης κληρονομία.
Greek Monotonic
παγκληρία: ἡ, ολόκληρη η κληρονομιά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παγκληρία: ἡ все наследие или достояние Trag.