σπερμαίνω: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(nl) |
(nl) |
(No difference)
|
Revision as of 14:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A sow with seed, fertilize, of the Nile, Plu.2.366a; of the male, Horap.2.115: c. acc. cogn., σ. σπέρμα Aq., Thd.Ge.1.29. 2 metaph., procreate, σ. γενεήν Hes.Op.736, cf. Call.Fr.207: abs., Arist.Pr.876b39:—Med., Nonn.D.3.295.
German (Pape)
[Seite 920] wie σπείρω, säen; γενεήν, Hes. O. 736, eine Nachkommenschaft erzeugen; – befruchten, vom Nil, Plut. Is. et Os. 38.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμαίνω: (σπέρμα) σπείρω, γονιμοποιῶ, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Πλούτ. 2. 366Α. ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ὡραπόλλ. 2. 115· μετὰ συστοίχ. αἰτ., σπ. σπέρμα Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ. 2) μεταφορ., γεννῶ, παράγω, σπ. γενεὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 734, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 207, Χριστοδ. Ἔκφρ. 210· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, 2. ― Μέσσ., Νόνν. Δ. 3. 295.
French (Bailly abrégé)
1 procréer;
2 féconder en parl. du Nil.
Étymologie: σπέρμα.
Greek Monolingual
Α σπέρμα
1. γονιμοποιώ
2. γεννώ, παράγω.
Greek Monotonic
σπερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, σπέρνω, γονιμοποιώ· γεννώ, παιδοποιώ, τεκνοποιώ, σε Ησίοδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπερμαίνω [σπέρμα] verwekken.