πυλαϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠλᾱϊκός:''' -ή, -όν, [[αστείος]], [[ανόητος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''πῠλᾱϊκός:''' -ή, -όν, [[αστείος]], [[ανόητος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠλαϊκός:''' (ῑ) пустяковый, вздорный ([[ὀχλαγωγία]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.
Greek Monotonic
πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, αστείος, ανόητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῠλαϊκός: (ῑ) пустяковый, вздорный (ὀχλαγωγία Plut.).