σιγά: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(37)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε χαμηλό τόνο, [[χωρίς]] θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα [[σιγά]]»)<br /><b>2.</b> με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα, [[αργά]] («τρώγε [[σιγά]] για να μην πνιγείς»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] [[σιγά]]» <br />α) σταδιακά<br />β) με πολλή [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]], [[κατά]] το επίρρ. [[δυνατά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σιγή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε χαμηλό τόνο, [[χωρίς]] θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα [[σιγά]]»)<br /><b>2.</b> με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα, [[αργά]] («τρώγε [[σιγά]] για να μην πνιγείς»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] [[σιγά]]» <br />α) σταδιακά<br />β) με πολλή [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]], [[κατά]] το επίρρ. [[δυνατά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[σιγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῑγά:''' (ᾱ) ἡ дор. = [[σιγή]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

dor. c. σιγή.

English (Slater)

ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)
   1 silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].———————— (II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.

Russian (Dvoretsky)

σῑγά: (ᾱ) ἡ дор. = σιγή.