οἰκιστήρ: Difference between revisions
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(28) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκιστήρ]], -ήρος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[οικιστής]], [[ιδρυτής]] πόλεως («τῆσδε χθονὸς [[οἰκιστήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[οδηγός]], αυτός που υποδεικνύει τον [[τόπο]] του αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι [[κόραξ]] ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς [[οἰκιστήρ]]», Καλλίμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |mltxt=[[οἰκιστήρ]], -ήρος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[οικιστής]], [[ιδρυτής]] πόλεως («τῆσδε χθονὸς [[οἰκιστήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[οδηγός]], αυτός που υποδεικνύει τον [[τόπο]] του αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι [[κόραξ]] ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς [[οἰκιστήρ]]», Καλλίμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκιστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> колонизатор (Λιβύας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> жилец, житель Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, poet. for οἰκιστής, Pi.O. 7.30, al., Orac. ap. Hdt.4.155, Call.Ap.67, Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene) ; cf. οἰκητήρ.
German (Pape)
[Seite 301] ῆρος, ὁ, der Ansiedler, Gründer eines Ortes; χθονός, Pind. O. 7, 30 P. 1, 31; Λιβύας, 4, 6; Orak. bei Her. 4, 155; Bewohner, Aesch. Spt. 19 u. sp. D., wie Ep. ad. 209 (App. 386), χώρης.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκιστήρ: ῆρος, Ποιητ. ἀντὶ τοῦ οἰκιστής, Πινδ. Ο. 7. 54, κ. ἀλλ., Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· πρβλ. οἰκητήρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 qui établit des habitants dans, fondateur, colonisateur;
2 habitant.
Étymologie: οἰκίζω.
English (Slater)
οἰκιστήρ
1 founder, colonizer τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστήρ Tlepolemos, who settled Rhodes (O. 7.30) ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Hieron, founder of Aitna (P. 1.31) ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6)
Greek Monolingual
οἰκιστήρ, -ήρος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.)
2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο του αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].
Russian (Dvoretsky)
οἰκιστήρ: ῆρος ὁ
1) колонизатор (Λιβύας Pind.);
2) жилец, житель Aesch.