τριπόνητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(nl) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is. | |elnltext=τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐπόνητος:''' связанный с тройной работой: τ. [[ἔρις]] Anth. соревнование между тремя работницами. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἔρις, fruit of
A threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπόνητος: ἔρις, ἅμιλλα μεταξὺ τριῶν ἐργατίδων γυναικῶν πρὸς ἐκπόνησιν ἔργου τινός, Ἀνθ. Π. 6. 286.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accompli par un triple travail.
Étymologie: τρεῖς, πονέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «τριπόνητος ἔρις» — άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο-πόνητος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπόνητος: связанный с тройной работой: τ. ἔρις Anth. соревнование между тремя работницами.