κρειοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρειοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κρειοδόκος]] ἐσχάρη» — [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούνται κομμάτια [[κρέας]] για [[ψήσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρειο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-[[δόκος]], <i>μηλο</i>-[[δόκος]].
|mltxt=[[κρειοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κρειοδόκος]] ἐσχάρη» — [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούνται κομμάτια [[κρέας]] για [[ψήσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρειο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βου</i>-[[δόκος]], <i>μηλο</i>-[[δόκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρειοδόκος:''' Anth. = [[κρεηδόκος]].
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρειοδόκος Medium diacritics: κρειοδόκος Low diacritics: κρειοδόκος Capitals: ΚΡΕΙΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreiodókos Transliteration B: kreiodokos Transliteration C: kreiodokos Beta Code: kreiodo/kos

English (LSJ)

ον,

   A containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).

Greek (Liddell-Scott)

κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.

Greek Monolingual

κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου-δόκος, μηλο-δόκος.

Russian (Dvoretsky)

κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.