κεφαλαλγικός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῑνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῑνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαλγικός Medium diacritics: κεφαλαλγικός Low diacritics: κεφαλαλγικός Capitals: ΚΕΦΑΛΑΛΓΙΚΟΣ
Transliteration A: kephalalgikós Transliteration B: kephalalgikos Transliteration C: kefalalgikos Beta Code: kefalalgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from headache, Hp.Coac.283; inclined to headache, Gal.6.438, 15.125.    II causing headache, Diocl.Fr.126, Gal.17(2).754.    III τὰ κ. symptoms of headache, Hp.Prorrh.1.103.

German (Pape)

[Seite 1428] ή, όν, zum Kopfschmerze gehörig, geneigt, Galen.; – Kopfschmerz verursachend, Ath. I, 26 c II, 53 e.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, -ή, -όν) κεφαλαλγής
ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ' ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, κεφαλαλγικός», Γαλ.
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεφαλαλγικά
τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.